εγκλεισμός

εγκλεισμός
ο
1. ο περιορισμός σε κλειστό χώρο: Μετά την καταδίκη έγινε ο εγκλεισμός του στις φυλακές.
2. (μαθ.), η ιδιότητα ενός συνόλου Α να αποτελούν όλα τα στοιχεία του μέρος ενός άλλου συνόλου Β.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκλεισμός — (Μαθημ.). Όρος ο οποίος δηλώνει την ιδιότητα ενός συνόλου Α, του οποίου όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος ενός άλλου συνόλου Β. Το σύνολο Α χαρακτηρίζεται ως υποσύνολο του Β και το Β ως υπερσύνολο του A. Η σχέση αυτή συμβολίζεται ως εξής: ή  και… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκλεισμοῦ — ἐγκλεισμός shutting up masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλεισμῷ — ἐγκλεισμός shutting up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλεισμόν — ἐγκλεισμός shutting up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντοίχιση — εντοίχιση, η και εντοιχισμός, ο 1. η στερέωση πράγματος στην εξωτερική επιφάνεια του τοίχου. 2. ο εγκλεισμός πράγματος σε τοίχο. 3. ο εγκλεισμός πράγματος σε χώρο του οποίου φράχτηκαν οι έξοδοι με τοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • κλείσμα — το (AM κλεῑσμα) [κλείω (Ι)] 1. περίφραγμα, φράχτης 2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός …   Dictionary of Greek

  • κλεισμός — ο (Α κλεισμός) [κλείω (Ι)] νεοελλ. κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι αρχ. πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδί («κλεισμός οίνου», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • φυλάκιση — η, Ν 1. εγκλεισμός σε φυλακή 2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση τού φυλακισμένου ή τού υποδίκου 3. (νομ.) ποινή στερητική τής ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”